Ιρκούτσκ

Ιρκούτσκ
το г. Иркутск

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "Ιρκούτσκ" в других словарях:

  • Ιρκούτσκ — (Irkutsk). Πόλη (593.700 κάτ. το 2000) της Ρωσίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (767.900 τ. χλμ., 2.748.000 κάτ.). Βρίσκεται 65 χλμ. Δ της λίμνης Βαϊκάλης, στη συμβολή των ποταμών Ιρκούτ και Ανγκαρά. Είναι ένα από τα μεγαλύτερα οικονομικά… …   Dictionary of Greek

  • Ρομ, Μιχαήλ Ίλιτς — (Ιρκούτσκ, Σιβηρία 1901 – Μόσχα 1971). Ρώσος σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 1934 με τον Πούσκα, κινηματογραφική διασκευή του περίφημου διηγήματος του Μοπασάν Boul de suif, δοκιμάζοντας καινούριες λύσεις στον τρόπο… …   Dictionary of Greek

  • Αγκαρά ή Ανγκαρά — Ποταμός (1.799 χλμ.) της Σιβηρίας. Διαρρέει την περιοχή του Ιρκούτσκ και την ακραία περιοχή του Κρασνογιάρσκ. Πηγάζει από το ΝΔ άκρο της λίμνης Βαϊκάλης και είναι δεξιός παραπόταμος του ποταμού Γιενισέι. Ο ποταμός είναι πλωτός από το Ιρκούτσκ έως …   Dictionary of Greek

  • πολιτικός — ή, ό / πολιτικός, ή, όν, ΝΜΑ [πολίτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στον πολίτη (α. «πολιτικά δικαιώματα» τα δικαιώματα που συνίστανται στη συμμετοχή τού πολίτη στην άσκηση τής κρατικής εξουσίας και τα οποία είναι: το δικαίωμα τού… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Αζαντόφσκι, Μαρκ Κονσταντίνοβιτς — (1888 – 1954). Ρώσος λαογράφος και φιλόλογος. Σπούδασε ιστορία και φιλολογία στο πανεπιστήμιο της Πετρούπολης. Δίδαξε στα πανεπιστήμια Τομσκ, Ιρκούτσκ και Αγίας Πετρούπολης και διηύθυνε το λαογραφικό τμήμα του μουσείου Πούσκιν της Μόσχας. Οι… …   Dictionary of Greek

  • Αρμπούζοφ, Αλεξέι Νικολάγεβιτς — (Aleksei ΝikolayevichArbuzov, Μόσχα 1908 – 1986).Ρώσος θεατρικός συγγραφέας. Απόφοιτος της θεατρικής σχολής του Λένινγκραντ, ασχολήθηκε με τη συγγραφή έργων που στοχεύουν κυρίως στη διαμόρφωση του πνεύματος της νεολαίας. Με τα κείμενά του… …   Dictionary of Greek

  • Βαϊκάλη — (Baykal). Λίμνη (30.500 τ. χλμ.) της κεντρικής Ασίας, στη νότια Σιβηρία. Έχει πολύ στενόμακρο σχήμα με κατεύθυνση από τα ΝΔ στα ΒΑ, μήκος 600 χλμ. και πλάτος που ποικίλλει από 30 έως 100 χλμ. Καταλαμβάνει τον χώρο μιας τεκτονικής τάφρου που… …   Dictionary of Greek

  • Καρέζη, Τζένη — (Αθήνα 1934 – 1992). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της ηθοποιού του θεάτρου και του κινηματογράφου Ευγενίας Καρπούζη. Αποφοίτησε από το γαλλικό κολέγιο Σαν Ζοζέφ και αργότερα σπούδασε υποκριτική στη δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Έκανε τις πρώτες… …   Dictionary of Greek

  • Κιάχτα — (Kyakhta ή K’achta). Πόλη (18.300 κάτ. το 1995) της Ρωσίας, στην αυτόνομη δημοκρατία της Μπουριατίας. Είναι χτισμένη στα σύνορα με τη Μογγολία και βρίσκεται 35 χλμ. Α του σιδηροδρομικού σταθμού Ναούσκι. Ιδρύθηκε το 1727 μετά τη συνθήκη του… …   Dictionary of Greek

  • Κολτσάκ, Αλεξάντρ Βασίλιεβιτς — (Aleksandr Vasiliyevich Kolchak, 1874 – 1920). Ρώσος ναύαρχος. Κατατάχθηκε το 1891 στο πολεμικό ναυτικό και τα έτη 1900 και 1912 συμμετείχε σε διάφορες εξερευνητικές αποστολές στον Αρκτικό ωκεανό. Διακρίθηκε στον Ρωσοϊαπωνικό πόλεμο (1904 5),… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»